- αγαπήνωρ
- Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τεγέας στην Αρκαδία, γιος του Αγκαίου, αρχηγός των Αρκάδων με εξήντα πλοία, που του έδωσε ο Αγαμέμνων. Κατά την Ιλιάδα πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Κατά την επιστροφή του, μετά το τέλος του πολέμου, ναυάγησε και προσάραξε στην Κύπρο, όπου ίδρυσε την Πάφο και έχτισε ναό στην Αφροδίτη. Αναφέρεται ακόμη ως ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης. Επιπλέον μια ιστορία τον συνδέει με την κόρη του Φηγέα, Αρσινόη, που τα αδέλφια της την προσέφεραν στον Α. ως δούλη.
* * *ἀγαπήνωρ, ο (Α)αυτός που αγαπάει την ανδρεία, ο ανδρείος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαπα- + -ανορ- (ἀνήρ), με εκτεταμένο το αρκτικό φωνήεν τού β΄ συνθ. λόγω τής συνθέσεως (ἀγαπήνωρ, πρβλ. ἠνορέη, «ανδρεία»)].
Dictionary of Greek. 2013.